- σπονδαγωγός
- σπονδ-αγωγός, ein Bündnis bringend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπονδαγωγός — όν, Α αυτός που προσφέρει σπονδές, που κομίζει προτάσεις ανακωχής, συνθήκης ἡ ειρήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
σπονδαγωγοί — σπονδαγωγός offering a truce masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)